- καρποφαγία
- ητο να τρώει κάποιος καρπούς, οπωροφαγία.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρποφάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Χαρ. Βουλαλή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / … Dictionary of Greek
ζωοφαγία — (AM ζῳοφαγία, Μ και ζωοφαγεία) [ζωοφάγος] το να τρώει κάποιος ζωική τροφή ή ζώα, σαρκοφαγία, κρεοφαγία, αντίθ. τών φυτοφαγία, χορτοφαγία, καρποφαγία … Dictionary of Greek